- ἄ-βαφος
ἄ-βαφος, nicht gefärbt, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄ-βαφος, nicht gefärbt, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παράβαφος — ον, Α (κατά τον Φώτ.) «παραβαφής». [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + βαφος (< βάπτω), πρβλ. κοκκινό βαφος] … Dictionary of Greek
πορφυροβάφος — ὁ, Α τεχνίτης τής βαφής πορφυρών υφασμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + βάφος (< βαφή < βάπτω), πρβλ. υδρο βάφος] … Dictionary of Greek
πτιλοβάφος — ὁ, ἡ, Α αυτός που βάφει πτίλα, πούπουλα πουλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτίλον «πούπουλο» + βάφος (< βαφή < βάπτω), πρβλ. πορφυρο βάφος] … Dictionary of Greek
σιδηρόβαφος — ον, Μ αυτός που έχει το χρώμα τού σιδήρου, σιδηρόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + βαφος (< βαφή < βάπτω), πρβλ. πορφυρό βαφος] … Dictionary of Greek
τρίβαφος — ον, Α ο τρεις φορές βαμμένος, δηλαδή ο καλά ή ανεξίτηλα βαμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + βαφος (< βαφή), πρβλ. δί βαφος] … Dictionary of Greek
τυπόβαφος — η, ο, Ν (για υφάσματα) αυτός που έχει αποτυπωμένα επάνω του έγχρωμα σχέδια, που έχει υποβληθεί σε κατεργασία τυποβαφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + βαφος (< βαφή), πρβλ. αιματό βαφος] … Dictionary of Greek
χολήβαφος — και χολόβαφος και χολοίβαφος, ον, Α αυτός που έχει το χρώμα τής χολής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος / χολή + βαφος (< βάπτω), πρβλ. κοκκινό βαφος. Ο τ. χολοίβαφος για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
ερυθρόβαφος — η, ο ο ερυθροβαφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + βαφος < βαφή] … Dictionary of Greek
μιλτοβαφώ — έω βάφω ή ζωγραφίζω με μίλτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + βαφώ (< βάφος)] … Dictionary of Greek
μονόβαφος — μονόβαφος, ον (Α) αυτός που είναι θαμμένος με ένα μόνο χρώμα, ο μονόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + βαφος (< βάφω)] … Dictionary of Greek
υδροβαφής — ες, και ὑδρόβαφος, ον, Α βουτηγμένος σε νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + βαφής / βαφος (< βάφω), πρβλ. οἰνο βαφής] … Dictionary of Greek