- ὄδυρμα
ὄδυρμα, τό, die Klage, Wehklage; ὑπὲρ σοῦ τοιάδ' ἔστ' ὀδύρματα, Aesch. Ch. 501; πανδάκρυτ' ὀδύρματα γοωμένη, Soph. Trach. 50; Eur. oft.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὄδυρμα, τό, die Klage, Wehklage; ὑπὲρ σοῦ τοιάδ' ἔστ' ὀδύρματα, Aesch. Ch. 501; πανδάκρυτ' ὀδύρματα γοωμένη, Soph. Trach. 50; Eur. oft.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
όδυρμα — ὄδυρμα, τὸ (Α) [οδύρομαι] συν. στον πληθ. τὰ ὀδύρματα οδυρμός, θρήνος («πανδάκρυτ ὀδύρματα», Σοφ.) … Dictionary of Greek
ὄδυρμα — complaint neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδυρμάτων — ὄδυρμα complaint neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδύρματα — ὄδυρμα complaint neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)