- ἄ-δρυπτος
ἄ-δρυπτος, nicht kratzend, ὄνυχες Nonn. D. 11, 137.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄ-δρυπτος, nicht kratzend, ὄνυχες Nonn. D. 11, 137.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αινόδρυπτος — αἰνόδρυπτος, ον (στην κλητική αἰνόδρυπτε, λέξη τού Θεοφράστου για τις δούλες) αυτός που χτυπήθηκε, που μαστιγώθηκε ή που γρατσουνίστηκε. Η γραφή αἰνόθρυπτε με την οποία άλλοι σχολιαστές διαβάζουν τον σχετικό στίχο τού Θεόφραστου μάς δίνει ωστόσο… … Dictionary of Greek