- ἄ-βαπτος
ἄ-βαπτος, (nicht eingetaucht), σίδηρος, ungestählt, VLL. erkl. ἀστόμωτος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄ-βαπτος, (nicht eingetaucht), σίδηρος, ungestählt, VLL. erkl. ἀστόμωτος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαπτός — βαπτός, ή, όν (Α) [βάπτω] 1. βαμμένος, χρωματιστός 2. κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί για βαφή 3. φρ. «βαπτάν κάλπισι παγάν» πηγή από την οποία αντλούν νερό με δοχείο (Ευρ.) … Dictionary of Greek
βαπτός — dipped masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαπτά — βαπτός dipped neut nom/voc/acc pl βαπτά̱ , βαπτός dipped fem nom/voc/acc dual βαπτά̱ , βαπτός dipped fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαπτόν — βαπτός dipped masc acc sg βαπτός dipped neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαπταῖς — βαπτός dipped fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαπταί — βαπτός dipped fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαπτοῖς — βαπτός dipped masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαπτοῦ — βαπτός dipped masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαπτῇ — βαπτός dipped fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαπτή — βαπτός dipped fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαπτῷ — βαπτός dipped masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)