- ἄ-κλῃστος
ἄ-κλῃστος, att. für ἄκλειστος, Eur. Andr. 583 Iph. A. 329; Thuc. 2, 93.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄ-κλῃστος, att. für ἄκλειστος, Eur. Andr. 583 Iph. A. 329; Thuc. 2, 93.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κληστός — κληστός, ή, όν (Α) (αττ. τ.) βλ. κλειστός … Dictionary of Greek
άκλειστος — η, ο (Α ἄκλειστος, ον και ἄκληστος) αυτός που δεν είναι κλεισμένος, δεν είναι στερεωμένος «άφησε την πόρτα άκλειστη» «ἄκληστ’ ἄδουλα δώμαθ’ ἑστίας λιπὼν» (Ευρ.) νεοελλ. 1. ο ασυμπλήρωτος «έχει τα δέκα οχτώ άκλειστα» 2. (λογαριασμός) για τον οποίο … Dictionary of Greek
κλειστός — ή, ό (AM κλειστός, ή, όν Α ιων. τ. κληϊστός, παλ. αττ. τ. κληστός) [κλείω (I)] 1. κλεισμένος, κλειδωμένος, σφαλιστός (α. «κλειστά παράθυρα» β. «οὐ δῶμα γαίας κλειστόν», Ευρ.) 2. αυτός διά μέσου τού οποίου δεν επιτρέπεται η επικοινωνία (α. «τα… … Dictionary of Greek