ἄεθλος — ἆθλος contest masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άθλος — Αγώνας σε περίοδο πολέμου όσο και σε καιρό ειρήνης. Συναγωνισμός, άμιλλα για την κατάκτηση επάθλου. Κατόρθωμα μετά από μεγάλη προσπάθεια και κόπο. Ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως για να υποδηλώσει τα κατορθώματα των μυθικών ηρώων της αρχαιότητας… … Dictionary of Greek
au̯ē-11 (u̯e-d(h)-?) — au̯ē 11 (u̯e d(h) ?) English meaning: to try, force Deutsche Übersetzung: ‘sich mũhen, anstrengen”? Material: Solmsen Unters. 267 f. connects O.Ind. vüyati, tē “ gets tired, is exhausted, tires “ with Gk. ἄεθλος “ drudgery,… … Proto-Indo-European etymological dictionary
-θλον — επίθημα τής Αρχαίας Ελληνικής που μαρτυρείται σε μικρό αριθμό λέξεων, από τις οποίες ορισμένες απαντούν μέχρι σήμερα. Το θ τού επιθήματος είναι το ίδιο με αυτό που απαντά στα θμο και θρο , αλλά δεν είναι γνωστό αν πρόκειται για προσδιοριστικό τής … Dictionary of Greek
άεθλον — ἄεθλον, το και ἄεθλος, ο (Α) επικοί και ιωνικοί τύποι αντί ἆθλον*, ἆθλος* … Dictionary of Greek
άθλο — το (Α ἆθλον και ασυναίρ. ἄεθλον) βραβείο, έπαθλο, γέρας νεοελλ. (συνήθως στον πληθυντικό ειρωνικά) τα άθλα, κατορθώματα, αξιοκατάκριτες πράξεις αρχ. 1. βραβείο σε αγώνα, βραβείο, επιβράβευση, αμοιβή 2. άθλος, αγώνας, επίπονη προσπάθεια, πάλη 3.… … Dictionary of Greek
αέθλιος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Δία ή του Αίολου και της Πρωτογένειας, κόρης του Δευκαλίωνα και της Πύρρας. Πατέρας του βασιλιά της Ήλιδας Ενδυμίωνα. Προστάτης των αγώνων. 2. Εγγονός του προηγούμενου, γιος του Ενδυμίωνα από την Υπερίππη … Dictionary of Greek
αεθλονικία — ἀεθλονικία, η (Α) νίκη σε αγώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄεθλος + νίκη] … Dictionary of Greek
αεθλοσύνη — ἀεθλοσύνη, η (Μ) [ἄεθλος] αγώνας, άμιλλα … Dictionary of Greek
πένταθλο — Άθλημα σύνθετο από πέντε αγωνίσματα. Στην αρχαία Ελλάδα, όπου δημιουργήθηκε, περιλάμβανε άλμα, δίσκο, δρόμο, ακόντιο και πάλη. Σήμερα, το π. των αντρών, περιλαμβάνει άλμα σε μήκος, ακόντιο, δρόμο 200 μ., δισκοβολία και δρόμο 1.500 μ. Το γυναικείο … Dictionary of Greek
πανάεθλος — πανάεθλος, ον (Μ) αυτός που υπέστη όλα τα είδη τών μαρτυρικών άθλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄεθλος, επικ. και ιων. τ. του ἆθλος] … Dictionary of Greek