- ὄζολις
ὄζολις, ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, ein Polyp, = ὄζαινα, Arist. H. A. 4, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὄζολις, ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, ein Polyp, = ὄζαινα, Arist. H. A. 4, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Ὀζολίς — the Ozolae fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οζολίς — Η χώρα των αρχαίων Οζολών Λοκρών, γνωστή και με την ονομασία Δυτική ή Εσπερία Λοκρίς. Οι Οζόλες κατοικούσαν σε περιοχή που αρχίζει από την Κίρρα, επίνειο των Δελφών και φθάνει μέχρι τη Ναύπακτο. Η μεγαλύτερη πόλη τους ήταν η Άμφισσα, ενώ άλλες,… … Dictionary of Greek
όζολις — Η χώρα των αρχαίων Οζολών Λοκρών, γνωστή και με την ονομασία Δυτική ή Εσπερία Λοκρίς. Οι Οζόλες κατοικούσαν σε περιοχή που αρχίζει από την Κίρρα, επίνειο των Δελφών και φθάνει μέχρι τη Ναύπακτο. Η μεγαλύτερη πόλη τους ήταν η Άμφισσα, ενώ άλλες,… … Dictionary of Greek
ὄζολιν — ὄζολις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όζω — (Α ὄζω και δωρ. τ. ὄσδω) 1. αναδίδω δυσοσμία, μυρίζω άσχημα, βρομάω («ὄζειν κακὸν τῶν μασχαλῶν», Αριστοφ.) 2. μτφ. αφήνω να διαφαίνεται, παρέχω την αίσθηση, υπενθυμίζω (ὄζειν... καλοκαγαθίας», Ξεν.) (μσν αρχ.) 1. ευωδιάζω, αποπνέω ευχάριστη οσμή… … Dictionary of Greek
κυνόζολον — κυνόζολον, τὸ (Α) 1. είδος φυτού το οποίο ονομάστηκε έτσι λόγω τής οσμής του, αλλ. χαμαιλέων ο μέλας 2. το φυτό δρακοντία η μικρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + όζολον (< ὀζολίς, ίδος «βότανο με χαρακτηριστική οσμή» < ὄζω)] … Dictionary of Greek