ἄ-κληρος

ἄ-κληρος

ἄ-κληρος, 1) ohne Erbtheil, arm, Od 11, 490 (ἅπαξ εἰρημ.); übh. ohne Antheil, τινός, an etwas, Aesch. Eum. 333 neben ἄμοιρος. Auch in Prosa, Plat. Legg. XI. 924 a; ἄκληρόν τινα ποιεῖν, enterben, Is. 1, 20, το ῠ κλήρου τοῠ πατρώου 2, 46. – 2) unverloost. ohne Besitzer, H. h. Ven. 123; Eur. Tr. 32.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλῆρος — lot masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλήρος — Τμήμα γης που δόθηκε με κλήρωση· ο λαχνός· το μερίδιο κληρονομιάς· η μοίρα, η τύχη. Επίσης κ. ονομάζεται το ιερατείο, δηλαδή το σύνολο των ανώτερων και κατώτερων κληρικών της Εκκλησίας. Στον ανώτερο κ. περιλαμβάνονται οι λειτουργοί που απέκτησαν… …   Dictionary of Greek

  • κλήρος — ο 1. το τμήμα της γης που τύχαινε στον καθένα με λαχνό. 2. το μερίδιο από κληρονομιά: Πούλησε τον κλήρο της. 3. ο λαχνός του λαχείου που βγαίνει από την κληρωτίδα: Δε με ευνόησε ο κλήρος αυτή τη φορά. 4. το σύνολο των ανώτερων και κατώτερων… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Клир — (κλήρος, clerus) причт, духовенство. К. в обширном смысле называется состав духовных лиц, по правилам христианской церкви посвященных на служение в ней, в менее обширном совокупность всех духовных лиц церкви, за исключением архиереев, также… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • κλήρω — κλῆρος lot masc nom/voc/acc dual κλῆρος lot masc gen sg (doric aeolic) κληρόω appoint by lot pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κληρόω appoint by lot imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλᾶρον — κλῆρος lot masc acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλᾶρος — κλῆρος lot masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλῆροι — κλῆρος lot masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλῆρον — κλῆρος lot masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλήροιν — κλῆρος lot masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλήροιο — κλῆρος lot masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”