ἄ-κλοπος

ἄ-κλοπος

ἄ-κλοπος, unverstohlen, unversteckt, ἄγκιστρον Opp. H. 3, 532; – nicht gestohlen, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλοπός — κλοπός, ὁ (Α) [κλέπτω] κλέφτης …   Dictionary of Greek

  • κλοπόν — κλοπός thief masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρενοκλόπος — ον, Α αυτός που εξαπατά, που πλανεύει το πνεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + κλοπος (< κλοπός < κλέπτω), πρβλ. ἀνδραποδο κλόπος, κυνο κλόπος] …   Dictionary of Greek

  • κυνοκλόπος — κυνοκλόπος, ον (Α) αυτός που κλέβει σκύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + κλόπος (< κλέπτω), πρβλ. βοο κλόπος, φρενο κλόπος] …   Dictionary of Greek

  • λεκτροκλόπος — λεκτροκλόπος, ὁ (Α) μοιχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέκτρον + κλόπος (< κλέπτω), πρβλ. κυνο κλόπος, φρενο κλόπος] …   Dictionary of Greek

  • λογοκλόπος — ο αυτός που ιδιοποιείται ξένη συγγραφική και γενικώς πνευματική εργασία και τήν παρουσιάζει ως δική του, αυτός που λεηλατεί ξένα συγγράμματα χωρίς να τά αναφέρει. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * + κλόπος (< κλέπτω), πρβλ. αρχαιο κλόπος, βιβλιο κλόπος. Η …   Dictionary of Greek

  • τυποκλόπος — ο, Ν 1. αυτός που ενεργεί τυποκλοπία 2. σπαν. λογοκλόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + κλόπος (< κλοπός < κλέπτω), πρβλ. λογο κλόπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • τυροκλόπος — ον, Μ (κωμική λ.) (ως ονομασία ποντικού στην Γαλεομαχία τού Προδρ.) αυτός που κλέβει το τυρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + κλόπος (< κλοπός < κλέπτω), πρβλ. κυνο κλόπος] …   Dictionary of Greek

  • βιβλιοκλόπος — ο 1. αυτός που παρουσιάζει βιβλία άλλων σαν δικά του 2. ο κλέφτης βιβλίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίο(ν) + κλόπος < κλοπή ή κλοπός (< κλέπτω) (πρβλ. αγγλ. biblioklept). Η λ. μαρτυρείται το 1893 από τον Γρηγ. Ξενόπουλο στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • βοοκλόπος — βοοκλόπος, ον (AM) κλέφτης βοδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + κλοπος < κλοπός («κλέφτης») < κλέπτω] …   Dictionary of Greek

  • κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”