ἄ-γονος

ἄ-γονος

ἄ-γονος, 1) ungeboren, Il. 3, 40 (ἅπαξ εἰρημ.); Eur. Phoen. 1592; παίδων ἀγόνων γόνον ἀφανίζων, vom Ichneumon, Eubul. Ath. X, 449 f. – 2) ohne Kinder, unfruchtbar, eigtl. vom Manne, wie στεῖρα von der Frau, Plut. plac. phil. 5, 13; σπέρμα ibd.; Luc. Tim. 17 verbdt beides; τινός, woran, Plat. Menex. 237 d; σοφίας Theaet. 150 c. Sehr häufig von Pflanzen, Theophr. – Bei Soph. τόκος ἄγονος O. R. 27, unglückliche Niederkunft, oder wo die Frauen vor dem Gebären sterben.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γόνος — that which is begotten masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόνος — Το προϊόν της γέννησης ή γονιμοποίησης, το τέκνο, ο απόγονος. Στα έντομα, γ. λέγονται τα αβγά τους, στα φυτά η γύρη των λουλουδιών και τα σπέρματα, στις μέλισσες όλες οι φάσεις της μεταμόρφωσης από το αβγό έως τη νύμφη, στα ψάρια το έκκριμα των… …   Dictionary of Greek

  • γόνος — ο 1. το παιδί, το τέκνο, ο απόγονος: Είναι γόνος αριστοκρατικής οικογένειας. 2. τα αβγά των ψαριών και τα νεαρά ψαράκια. 3. η γύρη των λουλουδιών. 4. το σπέρμα, ο σπόρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γονός — Το προϊόν της γέννησης ή γονιμοποίησης, το τέκνο, ο απόγονος. Στα έντομα, γ. λέγονται τα αβγά τους, στα φυτά η γύρη των λουλουδιών και τα σπέρματα, στις μέλισσες όλες οι φάσεις της μεταμόρφωσης από το αβγό έως τη νύμφη, στα ψάρια το έκκριμα των… …   Dictionary of Greek

  • γόνω — γόνος that which is begotten masc/fem nom/voc/acc dual γόνος that which is begotten masc/fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόνε — γόνος that which is begotten masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόνοι — γόνος that which is begotten masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόνοιο — γόνος that which is begotten masc/fem gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόνοις — γόνος that which is begotten masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόνον — γόνος that which is begotten masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόνου — γόνος that which is begotten masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”