ἄγημα

ἄγημα

ἄγημα, τό, dor. für ἥγημα, ein Heereszug, nur Xen. Lac. 11, 9. 13, 6; bes. im macedonischen Heere, der Kern desselben, die Garde, Polyb. 5, 65. 31, 3, 8; Reiterei, Plut. Eum. 7; vgl. agema bei Liv. u. Curt.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἄγημα — anything led neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγημα — Ομάδα ανδρών του πολεμικού ναυτικού επιφορτισμένη με την εκτέλεση κάποιας υπηρεσίας, στρατιωτικού ή τεχνικού χαρακτήρα. Έτσι, π.χ., το πυροσβεστικό ά. είναι ειδικά εκπαιδευμένο και επιφορτισμένο με την κατάσβεση πυρκαγιών. Το αποβατικό ά. εκτελεί …   Dictionary of Greek

  • άγημα — το, ατος ομάδα από το πλήρωμα πολεμικού πλοίου με ειδική υπηρεσία στην ξηρά: Το άγημα αποβιβάστηκε σε μια ερημική ακτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἄγημ' — ἄγημα , ἄγημα anything led neut nom/voc/acc sg ἄγημι , ἀγάω pres ind act 1st sg ἄγημαι , ἀγάω pres ind mp 1st sg ἄ̱γημαι , ἀγάω perf ind mp 1st sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγήμασι — ἄγημα anything led neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγήματα — ἄγημα anything led neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγήματι — ἄγημα anything led neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγήματος — ἄγημα anything led neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ГИПАСПИСТ —    • Ύπασπιστής,          в собственно греческом войске щитоносец (раб), который в походе нес за своим господином щит, а также шлем, часть поклажи и провиант на 3 дня. В македонском войске так назывался особый род пехоты (наряду с фалангитами и… …   Реальный словарь классических древностей

  • Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве …   Википедия

  • Έμντεν — I (Emden). Πόλη (52.200 κάτ. το 2003) της βορειοδυτικής Γερμανίας, στο κρατίδιο της Κάτω Σαξονίας. Είναι χτισμένη στη βόρεια ακτή του κόλπου Ντόλαρτ, σε απόσταση 4 χλμ. από τις εκβολές του ποταμού Εμς, με τον οποίο συνδέεται με πλατιά διώρυγα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”