- ἄ-κλεπτος
ἄ-κλεπτος, nicht betrügend, Soph frg. 615.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄ-κλεπτος, nicht betrügend, Soph frg. 615.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλεπτός — ή, ό βλ. κλεφτός … Dictionary of Greek
κλεφτός — και κλεπτός ή, ό 1. αυτός που προέρχεται από κλοπή, κλοπιμαίος 2. αυτός που γίνεται κρυφά και βιαστικά 3. το θηλ. ως ουσ. η κλεφτή γυναίκα που κλέφτηκε («τη γυναίκα του τήν έχει κλεφτή»). επίρρ... κλεφτά (Μ κλεφτῶς) 1. με τον τρόπο τού κλέφτη,… … Dictionary of Greek
πολύκλεπτος — ον, Μ 1. πολύ επιρρεπής στον κλοπή 2. πολύ πανούργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κλεπτος (< κλέπτω), πρβλ. ά κλεπτος] … Dictionary of Greek
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek