ἄ-κλαστος

ἄ-κλαστος

ἄ-κλαστος, unzerbrochen, Leon. Tar. 47 (IX, 322).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλαστός — ή, ό (Α κλαστός, ή, όν) [κλω] σπασμένος σε κομμάτια, τσακισμένος νεοελλ. αυτός τον οποίο μπορεί να σπάσει κάποιος νεοελλ. μσν. το ουδ. ως ουσ. το κλαστό(ν) άρτος τεμαχισμένος και αγιασμένος που προσφέρεται στους πιστούς κατά τη θεία λειτουργία… …   Dictionary of Greek

  • κλαστά — κλαστός broken in pieces neut nom/voc/acc pl κλαστά̱ , κλαστός broken in pieces fem nom/voc/acc dual κλαστά̱ , κλαστός broken in pieces fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλόκλαστα — κεφαλόκλαστα, τὰ (Α) κακώσεις τού κεφαλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + κλαστον (< κλαστός < κλῶ «σπάω»), πρβλ. ημί κλαστος, μωλό κλαστος] …   Dictionary of Greek

  • ημίκλαστος — η, ο (Α ἡμίκλαστος, ον) νεοελλ. φρ. (για φύλλο χαρτιού) «αναφορά εις ημίκλαστον» αναφορά γραμμένη σε φύλλο χαρτιού διπλωμένο στα δύο, τσακισμένο στη μέση αρχ. τεθλασμένος, τσακισμένος κατά το ήμισυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + κλαστος (< κλω), πρβλ …   Dictionary of Greek

  • κλω — κλῶ, άω (Α) 1. θραύω, σπάζω («ἐκλάσθη δὲ δόναξ, ἐβάρυνε δὲ μηρόν», Ομ. Οδ.) 2. κλαδεύω αμπέλι 3. κόβω σε κομμάτια, τεμαχίζω («λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε καὶ κλάσας ἐπεδίδου», ΚΔ) 4. σχηματίζω τεθλασμένη γραμμή, διαθλώμαι (α. «ἡ κεκλασμένη γραμμή»… …   Dictionary of Greek

  • μεσόκλαστος — μεσόκλαστος, ον (Α) (για εξάμετρους στίχους οι οποίοι έχουν στο εσωτερικό τους τροχαίο αντί για σπονδείο) ο σπασμένος, ο κομμένος στη μέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + κλαστός (< κλάω «σπάω»), πρβλ. ημί κλαστος] …   Dictionary of Greek

  • μηρόκλαστος — μηρόκλαστος, ον (Μ) αυτός που έχει σπάσει τον μηρό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + κλαστός (< κλάω, «σπάω»), πρβλ. μυλό κλαστος] …   Dictionary of Greek

  • μυλόκλαστος — μυλόκλαστος, ον (Α) γλώσσα τού Ησύχ. στη λ. μυλήφατος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + κλαστος (< κλάω / ῶ «σπάω»), πρβλ. μεσό κλαστος] …   Dictionary of Greek

  • τετράκλαστος — ον, Α (για άρτο) ο τεμαχισμένος στα τέσσερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + κλαστός (< κλῶ «τεμαχίζω»), πρβλ. ἡμί κλαστος] …   Dictionary of Greek

  • Pyroclastic flow — Pyroclastic flows sweep down the flanks of Mayon Volcano, Philippines, in 1984 …   Wikipedia

  • Pyroclastic rock — Pyroclastic rocks or pyroclastics (derived from the Greek πῦρ , meaning fire, and κλαστός , meaning broken) are clastic rocks composed solely or primarily of volcanic materials. Where the volcanic material has been transported and reworked… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”