ἄ-κλυστος

ἄ-κλυστος

ἄ-κλυστος, fem. ἀκλύστη Eur. Iph. A. 121; nicht von Wogen bespült, beunruhigt, oft bei Nonn.; auch Plut. u. Ael. H. A. 13, 19.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θαλασσόκλυστος — θαλασσόκλυστος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται τοποθετημένος πάνω στην ακτή και σκεπάζεται από τα κύματα τη στιγμή που σπάνε. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + κλυστος (< κλύζω «κατακλύζω»), πρβλ. αλί κλυστος, ποταμό κλυστος] …   Dictionary of Greek

  • κηρόκλυστος — κηρόκλυστος, ον (Α) πάπ. επιχρισμένος με κερί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + κλυστος (< κλυζω «περιβρέχω, σκεπάζω»), πρβλ. θαλασσό κλυστος, ποταμό κλυστος] …   Dictionary of Greek

  • κυματόκλυστος — κυματόκλυστος, ον (Μ) αυτός που περιβρέχεται από κύματα, κυματόβρεχτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + κλυστος (< κλύζω), πρβλ. αλί κλυστος, ποταμό κλυστος] …   Dictionary of Greek

  • πολύκλυστος — ον, Α (επικ. τ.) 1. αυτός που κατακλύζει πολύ, που περιβρέχει πολύ, τρικυμιώδης («νῆσος ἔπειτά τις ἔστι πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που κατακλύζεται πολύ, που περιβρέχεται πολύ από τα κύματα («πολυκλύστῳ ἐνί Κύπρῳ», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • τρίκλυστος — ον, Α αυτός που πλύθηκε ή καθαρίστηκε τρεις φορές από το νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κλυστος (< κλύζω «περιβρέχω, κατακλύζω»), πρβλ. ἀμφί κλυστος] …   Dictionary of Greek

  • υδατόκλυστος — ον, Α αυτός που πλένεται ή έχει πλυθεί με νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + κλυστος (< κλύζω «βρέχω, περιβρέχω»), πρβλ. ποταμό κλυστος] …   Dictionary of Greek

  • χρυσόκλυστος — ον, Α εσωτερικά επίχρυσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κλυστος (< κλύζω «κατακλύζω»), πρβλ. θαλασσό κλυστος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”