- ὄκος
ὄκος, ὁ, oder ὄκκος, oculus, das Auge, nur bei Gramm. Vgl. auch ὄκταλλος oder ὄκκαλος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὄκος, ὁ, oder ὄκκος, oculus, das Auge, nur bei Gramm. Vgl. auch ὄκταλλος oder ὄκκαλος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
άλοξ — ἄλοξ ( οκος), η (Α) (ομηρικός τύπος σε αιτιατική ενικού που απαντά και σε πληθυντικό ὦλκα, ὦλκας από άχρηστη ονομαστική ὦλξ) 1. το αυλάκι που σχηματίζει το αλέτρι 2. τραύμα που προκαλείται από νυχιά, γρατζούνισμα 3. το αυλάκι που σχηματίζει στη… … Dictionary of Greek
ίσοξ — ἴσοξ, οκος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἰχθὺς ποιὸς κητώδης» είδος μεγάλου ψαριού … Dictionary of Greek
κέλοξ — κέλοξ, οκος, ὁ (Α) είδος μικρού πλοίου, κέλης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. celox, ocis «κέλης»] … Dictionary of Greek