ἄκορος

ἄκορος

ἄκορος, , Pflanze, Calmus, Theophr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἄκορος — untiring masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκορος — Φυτό ποώδες, πολυετές, φαρμακευτικό, της οικογένειας των αρωιδών (μονοκοτυλήδονα), ύψους 0,50 1 μ., με υπόγειο ρίζωμα, χοντρό, σαρκώδες και αρωματικό, και φύλλα επιμήκη και μυτερά. Το στέλεχος είναι όρθιο, σε τμήμα τριγωνικό και φέρει στα πλάγια …   Dictionary of Greek

  • ἀκόρως — ἄκορος untiring adverbial ἄκορος untiring masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Аир (растение) — Аир Цветущий Аир обыкновенный На …   Википедия

  • ἄκορον — yellow flag neut nom/voc/acc sg ἄκορος untiring masc/fem acc sg ἄκορος untiring neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • аир — ир – болотное растение Acorus calamus , укр. аэр, аiр, блр. яер. Заимств. через тур. agir – тоже из греч. ἄκορος – то же; см. Фасмер, Гр. сл. эт. 26 и сл.; Г. Майер, Türk. Stud. I, 29; Mi. TEl., Доп. 1, 34; EW 2 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ácoro — ► sustantivo masculino BOTÁNICA Planta de estanques, mares o riberas, de hojas en forma de cinta, cuyo rizoma se utiliza en perfumería. (Acorus calamus.) * * * ácoro (del lat. «acŏros», del gr. «ákoros»; Acorus calamus) m. *Planta arácea de hojas …   Enciclopedia Universal

  • ακορία — (I) η (Α ἀκορία) νεοελλ. Ιατρ. έλλειψη κορεσμού, από παθολογική αύξηση τής όρεξης αρχ. 1. το να μην τρώει κανείς μέχρι κορεσμού, εγκράτεια στο φαγητό 2. ανικανοποίητη, υπερβολική επιθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκορος η λ. πέρασε και στην ξεν. ιατρική… …   Dictionary of Greek

  • αροΐδες — (αraceae). Οικογένεια πολυετών φυτών. Σε αυτήν ανήκουν ποώδη φυτά, θαμνώδη και αναρριχώμενα, μικρά δενδρύλλια ή επίφυτα. Τα περισσότερα είδη των α. βρίσκονται στις τροπικές περιοχές, πολύ λίγα στις εύκρατες και κανένα στις αρκτικές. Τα φύλλα τους …   Dictionary of Greek

  • ἀκόρου — ἄκορον yellow flag neut gen sg ἄκορος untiring masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκόρῳ — ἄκορον yellow flag neut dat sg ἄκορος untiring masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”