ὄζη

ὄζη

ὄζη, , übler Geruch, Gestank (?). Nach Suid. die Haut des wilden Esels.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὄζῃ — ὄζη bad smell fem dat sg (attic epic ionic) ὄζω smell pres subj mp 2nd sg ὄζω smell pres ind mp 2nd sg ὄζω smell pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όζη — (II) η (βιοχ.) άλλη ονομασία τού μονοσακχαρίτη. (III) ὄζη, ἡ (Α) 1. δυσοσμία, αποφορά που αναδίδεται κυρίως από το στόμα 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ὄζαι τα δέρματα τών ονάγρων», τών άγριων όνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. ὄζω «αναδίδω… …   Dictionary of Greek

  • -όζη — (I) χημ. κατάληξη χαρακτηριστική τής ονομασίας τών σακχάρων και ενδεικτική τής προέλευσής τους, λ.χ. γλυκόζη, μανόζη κ.ά …   Dictionary of Greek

  • ὄζαι — ὄζη bad smell fem nom/voc pl ὄζᾱͅ , ὄζη bad smell fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀζᾶν — ὄζη bad smell fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάκχαρα ή υδατάνθρακες — Οργανικές ενώσεις, πολυυδροξυλιωμένα παράγωγα, τα οποία περιέχουν στο μόριό τους αλδεϋδικές ή κετονικές ομάδες, ή άλλες ουσίες πιο πολύπλοκες, από τις οποίες προκύπτουν οι ενώσεις αυτές μετά την υδρόλυση. Το όνομα σ. δόθηκε πριν ένα αιώνα σε… …   Dictionary of Greek

  • καραμόζη — η ειδική καραμέλα χωρίς ζάχαρη για τους διαβητικούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καραμ (< καραμέλα) + κατάλ. όζη τού φρουκτ όζη (ζάχαρη για διαβητικούς)] …   Dictionary of Greek

  • ὦζα — ἄζᾱ , ἄζα heat fem nom/voc/acc dual ἄζᾱ , ἄζα heat fem nom/voc sg (doric aeolic) ἄζα , ἄζος dry neut nom/voc/acc pl ἄζᾱ , ἄζος dry fem nom/voc/acc dual ἄζᾱ , ἄζος dry fem nom/voc sg (doric aeolic) ὄζᾱ , ὄζη bad smell fem nom/voc/acc dual… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλδοτριόζες — οι Χημ. οργανικές ενώσεις που περιέχουν μια αλδεΰδομάδα ( CH = Ο) και δύο υδροξύλια ( ΟΗ). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < αλδ[εΰδες] + τρι < τρις < τρεις + κατάλ. όζες, πληθ. του όζη] …   Dictionary of Greek

  • αλδόζες — Οργανικές ενώσεις τύπου (CH2Ο)n που σημαίνει ότι το μόριό τους περιέχει n ομάδες που αναλογούν σε ένα άτομο άνθρακα, δύο υδρογόνου και ένα οξυγόνου, και οι οποίες χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη μιας αλδεϋδομάδας εκτός των διαφόρων αλκοολομάδων.… …   Dictionary of Greek

  • αμυλόζη — Ένα από τα δύο συστατικά των αμυλόκοκκων, κύριων δομικών στοιχείων του αμύλου, που καταλαμβάνει τον κεντρικό πυρήνα τους. Αντιπροσωπεύει το 10 25% της μάζας του αμύλου (στο σιτάρι και τις πατάτες είναι γύρω στο 25%, ενώ στο καλαμπόκι, στο ρύζι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”