ἄ-κμητος

ἄ-κμητος

ἄ-κμητος, 1) unermüdet, Hom. h. Ap. 520; Orph. Arg. 361. – 2) schmerzlos, Nic. Th. 737 τύμμα.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κμητός — κμητός, ή, όν (Α) φτιαγμένος, κατεργασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κμη που εμφανίζει τη μηδενισμένη και απαθή βαθμίδα τής ρίζας καμᾶ (*Kοmeә2) τού ρ. κάμνω (πρβλ. παρακμ. κέ κμη κα) + επίθημα τός. Εμφανίζεται συν. ως β συνθετικό (πρβλ. ανδρό κμητος,… …   Dictionary of Greek

  • κμητός — wrought masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κμητά — κμητός wrought neut nom/voc/acc pl κμητά̱ , κμητός wrought fem nom/voc/acc dual κμητά̱ , κμητός wrought fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακάμας — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θησέα και της Φαίδρας. Σύμφωνα με μύθους μεταγενέστερους του Ομήρου, έλαβε μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας και ήταν ένας από τους πρεσβευτές των Ελλήνων που στάλθηκαν να ζητήσουν την Ωραία Ελένη… …   Dictionary of Greek

  • θεόκμητος — θεόκμητος, ον (Α) ο κατασκευασμένος από θεό, ο επεξεργασμένος απο θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κμητος (< κάμνω), πρβλ. ανδρό κμητος, χειρό κμητος] …   Dictionary of Greek

  • πυρίκμητος — ον, Α 1. ο κατεργασμένος στη φωτιά, αυτός που έχει υποστεί κατεργασία με τη χρήση φωτιάς 2. ο παρασκευασμένος στη φωτιά ή ο κομμένος στη φωτιά, πυρίκαυστος («πυρίκμητος χρώς», Νίκ. Θηρ.) 3. (για έδεσμα) μαγειρεμένος στη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι… …   Dictionary of Greek

  • νεόκμητος — νεόκμητος, ον (Α) 1. αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατα 2. αυτός που δολοφονήθηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + κμητος (< κάμνω), πρβλ. πολύ κμητος] …   Dictionary of Greek

  • πολύκμητος — ον, Α 1. ο επεξεργασμένος με πολύ κόπο («... χαλκός τε χρυσός τε πολύκμητός τε σίδηρος», Ομ. Ιλ.) 2. καλοδουλεμένος, επεξεργασμένος με πολλή προσοχή («...ἐπ οὐδοῦ ἷζε πολυκμήτου θαλάμοιο», Απολλ. Ρόδ.) 3. επίπονος, γεμάτος κόπο («ἐς πολέμοιο… …   Dictionary of Greek

  • χειρόκμητος — και δωρ. τ. χειρόκματος, ον, Α χειροποίητος, φτειαγμένος με το χέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + κμητος (< κάμνω), πρβλ. ἀνδρό κμητος] …   Dictionary of Greek

  • χρυσεόδμητος — και δ. γρφ. χρυσεόκμητος, ον, Α (ποιητ. τ.) οικοδομημένος ή, γενικά, κατασκευασμένος από χρυσό («χρυσεοδμήτοισιν ὅρμοις», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χρυσεόδμητος < χρυσεο (βλ. λ. χρυσ[ο] ) + δμητος (< δέμω «κατασκευάζω, οικοδομώ»), πρβλ. νεό… …   Dictionary of Greek

  • αλίκμητος — (I) η, ο (Α ἀλίκμητος, ον) αυτός που δεν λιχνίστηκε, ο αλίχνιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + λικμῶ) ( άω) «λιχνίζω»]. (II) ἁλίκμητος, ον (Α) ο κουρασμένος, ο βασανισμένος από τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + κμητὸς < κάμνω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”