ὄκνος

ὄκνος

ὄκνος, (vielleicht mit ἔχω zusammenhangend, das Anhalten, Anstehen), 1) das Zaudern, Zögern, aus Furcht oder aus Trägheit, oder auch aus körperlicher Ermüdung; οὔτε τί με δέος ἴσχει ἀκήριον, οὔτε τις ὄκνος, Il. 5, 817, wo es dem κάματος in v. 811 zu entsprechen scheint; 10, 121 πολλάκι γὰρ μεϑιεῖ τε καὶ οὐκ ἐϑέλει πονέεσϑαι, οὔτ' ὄκνῳ εἴκων οὔτ' ἀφραδίῃσι νόοιο; 13, 224; καὶ τῶνδε πύστις οὐκ ὄκνῳ χρονίζεται, Aesch. Spt. 74; Furcht, Ag. 981; τοῦ πόνου γὰρ οὐκ ὄκνος, will nicht säumen, Soph. Phil. 875; τὰ δεινὰ γάρ τοι προςτίϑησ' ὄκνον πολύν, Ant. 243; Furcht, μή μ' ὄκνῳ δείσαντες ἐκπλαγῆτε, Phil. 225, wie τοῦ μάλιστ' ὄκνος σ' ἔχει O. C. 658; ἀπέλυσ' ὄκνον, Eur. Or. 1236; τὰ Θησέως γ' οὐκ ὄκνῳ διεφϑάρη, Suppl. 697; im Ggstz von ϑράσος, Thuc. 2, 40; καὶ μέλλησις, 7, 49; er läßt auch den int. mit μή darauf folgen, παρέσχον ὄκνον μὴ ἐλϑεῖν εἰς τὰ δεινά, 3, 39; εἰ τοῠτό τις εἴργει δρᾶν ὄκνος, Plat. Soph. 242 a; ὃ ἐμοὶ ὄκνον ἐντίϑησι λέγειν, Rcp. V, 473 a; neben ἀναβολαί im plur., Legg. VI, 768 e; πρός τι, z. B. ὄκνου πρὸς τὰς ᾠδὰς μεστός, II, 665 d; ὄκνος ἦν ἀνίστασϑαι, Xen. An. 4, 4, 11; Isocr. 1, 7 stellt ὄκνος dem πόνος gegenüber, wie dem τάχος Men. fr. inc. 21; Dem. 18, 246 verbindet βραδυτῆτας, ὄκνους, ἀγνοίας; Plut., Luc. u. a. Sp. – 2) eine Reiherart, die Rohrdommel, sonst ἀστερίας, Arist. H. A. 9, 18, Ael. H. A. 5, 36. – 3) in einem Gemälde des Sokrates soll ὄκνος eine allegorische Figur gewesen sein, ein Mann, der ein Seil dreht, welches eine Eselinn wieder zernagt, Plin. H. N. 35, 40, 31; daher Symbol jeder vergebens unternommenen, nie zu Ende kommenden Arbeit, Ocnus spartum torquens, Prop. 4, 3, 21; daher sprichwörtlich συνάγει τοῦ Ὄκνου τὴν ϑώ-μιγγα, Paus. 10, 29, 2, wo es auch als eine schlechte Hausfrau gedeutet wird, welche durchbringt, was der Mann erwirbt. – Nach Suid. war ὄκνος χαλκοῦς δίφρου τινὸς γυναικείου εἶδος bei den Bithyniern.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὄκνος — shrinking masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όκνος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. Μερικοί τονίζουν το όνομα στη λήγουσα. 1. Γιος του Τιβέρου και της Μαντώς, εγγονός του Τειρεσία ή του Ηρακλή, αδελφός του Αυλήτη, του ιδρυτή της Περουγίας της Ιταλίας. Σύμφωνα με τον Βιργίλιο, είχε χτίσει και τη… …   Dictionary of Greek

  • οκνός — Όνομα μυθολογικών προσώπων. Μερικοί τονίζουν το όνομα στη λήγουσα. 1. Γιος του Τιβέρου και της Μαντώς, εγγονός του Τειρεσία ή του Ηρακλή, αδελφός του Αυλήτη, του ιδρυτή της Περουγίας της Ιταλίας. Σύμφωνα με τον Βιργίλιο, είχε χτίσει και τη… …   Dictionary of Greek

  • οκνός — ή, ό νωθρός, απρόθυμος, αμελής, αργοκίνητος, ακαμάτης, οκνηρός, τεμπέλης: Οκνή νοικοκυρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οκνεύω — [οκνός] (στον Ερωτόκρ.) (το ενεργ. και το μέσ.) είμαι ή γίνομαι τεμπέλης, κυριεύομαι από ραθυμία, τεμπελιάζω (α. «αν έχω την απομονή και να μη δεν οκνέψω, / σα σιγανέψουν οι καιροί, ολπίζω να ψαρέψω», Ερωτόκρ. β. «οκνεύεται και να περπατήσει») …   Dictionary of Greek

  • ὄκνοι — ὄκνος shrinking masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄκνοις — ὄκνος shrinking masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄκνον — ὄκνος shrinking masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄκνου — ὄκνος shrinking masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄκνους — ὄκνος shrinking masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄκνων — ὄκνος shrinking masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”