- ἄ-εδνος
ἄ-εδνος, ohne Mitgift, ohne Brautgeschenk, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄ-εδνος, ohne Mitgift, ohne Brautgeschenk, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος … Dictionary of Greek
ανάεδνος — ἀνάεδνος, η (Α) (για νύφες) αυτή που δεν έχει γαμήλια δώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι ομηρική και υπάρχουν τρεις δυνατές εκδοχές για την ετυμολογία της: α) ἀνάεδνος < ἀνα στερ. + ἕδνα «προίκα» β) ο τ. ἀνάεδνος αποτελεί εσφαλμένη απόδοση ή παραλλαγή… … Dictionary of Greek
μακεδνός — μακεδνός, ή, όν (Α) 1. μακρύς, ψηλός («ἐλάτῃσι μακεδναῑς», Νίκ.) 2. δωρικός («Δωρικόν τε καὶ Μακεδνὸν ἔθνος», Ηρόδ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «μακεδνὰ σκῡλα τὰ οὐράνια καὶ μεγάλα, ἢ ὅ,τι τρόπαια μετέωρα ἵσταται». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μακ εδνός ανάγεται στην… … Dictionary of Greek
πολύεδνος — ον, Α (για γυναίκα) αυτή που έχει πολλά γαμήλια δώρα, πολλή προίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἕδνα, τὰ «γαμήλια δώρα» (πρβλ. ανά εδνος)] … Dictionary of Greek
u̯edh-2, u̯ed- before nasal — u̯edh 2, u̯ed before nasal English meaning: to lead Deutsche Übersetzung: “fũhren; heimfũhren, heiraten (vom Manne)” Material: O.Ind. vadhū f. “bride, young wife, woman”, Av. vaδū ds., vüδayeiti (Kaus.) “leads, zieht”, with upa … Proto-Indo-European etymological dictionary