- ἄ-κναμπτος
ἄ-κναμπτος,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄ-κναμπτος,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
άγναμπτος — ἄγναμπτος και ἄκναμπτος, ον (Α) άκαμπτος, αλύγιστος, ανένδοτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + γναμπτός ή κναμπτός τών ρημάτων γνάμπτω ή κνάμπτω] … Dictionary of Greek