- περι-ξέω
περι-ξέω (s. ξέω), ringsum behauen, glätten, πέτρους Theocr. 22, 50.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-ξέω (s. ξέω), ringsum behauen, glätten, πέτρους Theocr. 22, 50.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιξέσαι — περί ξέω shave aor inf act περιξέσαῑ , περί ξέω shave aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιξέσαντα — περί ξέω shave aor part act neut nom/voc/acc pl περί ξέω shave aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιξέσῃ — περί ξέω shave aor subj mid 2nd sg περί ξέω shave aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιξέσαν — περί ξέω shave aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιέξεσα — περϊέξεσα , περί , ἐκ ἕννυμι ves aor ind act 1st sg (epic) περϊέξεσα , περί , ἐκ ἕζομαι seat oneself aor ind act 1st sg (epic) περϊέξεσα , περί ξέω shave aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιέξεσε — περϊέξεσε , περί , ἐκ ἕννυμι ves aor ind act 3rd sg (epic) περϊέξεσε , περί , ἐκ ἕζομαι seat oneself aor ind act 3rd sg (epic) περϊέξεσε , περί ξέω shave aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπεριέξει — ἐμπερϊέξει , ἐν , περί ξέω shave imperf ind act 3rd sg (attic epic) ἐμπερϊέξει , ἐν , περί ἔξειμι 2 sum pres ind act 2nd sg ἐμπερϊέξει , ἐν , περί ἔσσομαι sum. fut ind mp 2nd sg ἐμπερϊέξει , ἐν περιέχω encompass fut ind mid 2nd sg ἐμπερϊέξει , ἐν … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιξέω — ΝΜΑ 1. ξέω γύρω γύρω, καθιστώ λεία μια κυκλοτερή επιφάνεια 2. στιλβώνω ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ξέω «χαράζω», αλλά και «στιλβώνω»] … Dictionary of Greek
περιξέσας — περιξέσᾱς , περί ξέω shave aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιξέσασα — περιξέσᾱσα , περί ξέω shave aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιτυκίζω — Α περικόπτω, πελεκώ ολόγυρα κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + τυκίζω «κόβω, ξέω, κατεργάζομαι λίθους»] … Dictionary of Greek