ὄζαινα

ὄζαινα

ὄζαινα, , ein übelriechendes Gewächs in der Nase, ein Na senpolyp, Medic. – Auch ein starkriechender Meerpolyp, Ath. VII, 329 a.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὄζαινα — a fetid polypus fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όζαινα — (Ιατρ.). Χρόνια φλεγμονή του ρινικού βλεννογόνου, που εντοπίζεται κατά προτίμηση στην κάτω ρινική κόγχη· ή ό. χαρακτηρίζεται από παρουσία πρασινωπού εκκρίματος το οποίο γρήγορα μετατρέπεται σε εφελκίδες πάνω σε έναν ατροφικό ρινικό βλεννογόνο. Σε …   Dictionary of Greek

  • όζαινα — η πάθηση του εσωτερικού της μύτης με χαρακτηριστική δυσοσμία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀζαίνας — ὀζαίνᾱς , ὄζαινα a fetid polypus fem acc pl ὀζαίνᾱς , ὄζαινα a fetid polypus fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀζαινῶν — ὄζαινα a fetid polypus fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀζαίναις — ὄζαινα a fetid polypus fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀζαίνης — ὄζαινα a fetid polypus fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄζαιναι — ὄζαινα a fetid polypus fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οζαινικός — ή, ό (Α ὀζαινικός, ή, όν) [όζαινα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όζαινα 2. αυτός που πάσχει από όζαινα …   Dictionary of Greek

  • ozena — ozena. (Del lat. ozaena, y este del gr. ὄζαινα, hedor). f. Med. ocena …   Enciclopedia Universal

  • βολίταινα — βολίταινα, η (Α) [βόλιτον, ος] είδος μικρού πολύποδα με δυνατή οσμή, όζαινα, βρομοχτάποδο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”