ἄ-γναπτος, ungewalkt, ἱμάτια Plut. Symp. 6, 6, 1; falsch ἄγναμπτος Superst. 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γναπτός — ή, όν βλ. γναφτός … Dictionary of Greek
γναφτός — ή, ό και γναπτός, ή, όν (για δέρματα) κατεργασμένος … Dictionary of Greek