ἄ-κιος

ἄ-κιος

ἄ-κιος (κίς), nicht wurmstichig, Hes. O. 433 πτελέης ἀκιώτατοι ἱστοβοῆες, dem Wurmfraß am wenigsten ausgesetzt, Schon alte v. l. ist hier ἀκιρός, s. folg.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Κίος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κίος — Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας. Ήταν χτισμένη στον μυχό του κόλπου της Βιθυνίας, στο σημείο όπου βρίσκεται σήμερα η τουρκική πόλη Γκεμλέκ. Σύμφωνα με τη μυθολογία, η Κ. ιδρύθηκε από τον αργοναύτη Πολύφημο, ο οποίος έμεινε εκεί με εντολή του Ηρακλή …   Dictionary of Greek

  • κιός — κίς weevil masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νέα Κίος — Sp Nèa Kijas Ap Νέα Κίος/Nea Kios L P Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Νέα Κίος — Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Άργους του νομού Αργολίδας …   Dictionary of Greek

  • Κίω — Κίος masc nom/voc/acc dual Κίος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ανδρούτσος, Χρίστος — (Κίος Βιθυνίας 1869 – Αθήνα 1935). Θεολόγος και φιλόσοφος. Σπούδασε θεολογία στη σχολή της Χάλκης και φιλοσοφία στη Λειψία. Το 1911 εξελέγη καθηγητής της δογματικής και ηθικής στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τα τρία μεγάλα θεολογικά …   Dictionary of Greek

  • Κίε — Κίος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κίοι — Κίος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κίοιο — Κίος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κίοις — Κίος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”