- περι-νέφελος
περι-νέφελος, umwölkt, ἀήρ, Ar. Av. 1192.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-νέφελος, umwölkt, ἀήρ, Ar. Av. 1192.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπονέφελος — ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τα σύννεφα 2. (για τον καιρό) νεφελώδης·3. (για ούρα) αυτός που έχει θολερή εμφάνιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + νέφελος (< νεφέλη), πρβλ. περι νέφελος] … Dictionary of Greek
περινέφελος — ον, Α σκεπασμένος ολόγυρα με σύννεφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + νέφελος (< νεφέλη)] … Dictionary of Greek