- ἄ-ζευκτος
ἄ-ζευκτος, nicht angeschirrt, ἵπποι D. Hal. 2, 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄ-ζευκτος, nicht angeschirrt, ἵπποι D. Hal. 2, 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζευκτός — yoked masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζευκτός — και ζευτός, ή, ό (Α ζευκτός, ή, όν) αυτός που μπορεί να ζευχθεί ή αυτός που έχει ζευχθεί («ζευκτοὶ βόες», Ιωάνν. Χρυσ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ζευκτό(ν) και ζευτό (στις οικοδομές) ο τριγωνικός σκελετός τής στέγης που αποτελείται από συναρμογή … Dictionary of Greek
ζευκτός — ή, ό 1. που μπορεί να ζευχτεί. 2. ο ζεμένος, ο συνδεμένος, ο συναρμοσμένος. 3. το ουδ. ως ουσ., ζευκτό ο τριγωνικός σκελετός της στέγης, που είναι διαμορφωμένος από συναρμογή ξύλων (ψαλιδιών) ή μετάλλινων υλικών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζευκτά — ζευκτός yoked neut nom/voc/acc pl ζευκτά̱ , ζευκτός yoked fem nom/voc/acc dual ζευκτά̱ , ζευκτός yoked fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζευκτῶν — ζευκτός yoked fem gen pl ζευκτός yoked masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζευκτόν — ζευκτός yoked masc acc sg ζευκτός yoked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζευκτοῖς — ζευκτός yoked masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζευκτοί — ζευκτός yoked masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζευκτοῦ — ζευκτός yoked masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζευκτῷ — ζευκτός yoked masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεόζευκτος — θεόζευκτος, ον (AM) αυτός που ενώθηκε, που συνδέθηκε από τον θεό («τὸ ζεῡγος τό θεόζευκτον», Διγεν. Ακρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + ζευκτος (< ζεύγνυμι), πρβλ. αμφί ζευκτος, νεό ζευκτος] … Dictionary of Greek