- ἄκεστρα
ἄκεστρα, ἡ. Nadel zum Flicken, Luc. Mart. D. 4, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄκεστρα, ἡ. Nadel zum Flicken, Luc. Mart. D. 4, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀκέστρα — ἀκέστρᾱ , ἄκεστρα darning needle fem nom/voc/acc dual ἀκέστρᾱ , ἀκέστρα fem nom/voc/acc dual ἀκέστρᾱ , ἀκέστρα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακέστρα — ἀκέστρα, η (Α) [ἀκέομαι] μεγάλη βελόνα, σακοράφα (Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 4, 1, Ετυμ. Μέγα) … Dictionary of Greek
ἀκέστραν — ἀκέστρᾱν , ἀκέστρα fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… … Dictionary of Greek
ακέομαι — ἀκέομαι (Α) 1. θεραπεύω, περιποιούμαι «ἕλκος ἄκεσσαι» (Όμ. Π 523) 2. καταπαύω, σταματώ «πίον τ ἀκέοντό τε δίψαν» (Όμ. Χ 2) 3. επιδιορθώνω, επισκευάζω «νῆας ἀκειόμενος» (Όμ. ξ 383) 4. επανορθώνω «ἀκέομαι ἀδίκημα» (Πλάτ. Πολιτ. 364c) 5. βρίσκω λύση … Dictionary of Greek