ἄκατος

ἄκατος

ἄκατος, , 1) leichter, schnellsegelnder Nachen, Pind. N. 5, 2; εἰναλία P. 11, 40; Theogn. 457; ϑοά Eur. Or. 331 Hec. 443. Bei Her. 7, 186, der es als masc. braucht, Lastschiff, σιταγωγοί, wie Critias φορτηγοί, bei Athen. I, 28 c; auch Thuc. nennt es neben πλοῖα 7, 59. Vom Nachen des Charon, Hermesianax Ath. XIII, 597 b; ληϑαίη Bass. 1 (IX, 279); χϑονία Ant. Sid. 104 (VII, 464). – 2) Becher, Athen. XI, 782 f. vgl. Antiphan. Ath. XV, 692 f; Theop. com. XI, 501 f scheint den Telestes zu tadeln, der das Wort zuerst so brauchte, cf. B. A. 371, 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἄκατος — light vessel masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκατος — Μικρό ταχύπλοο σκάφος, με ή χωρίς κατάστρωμα, που χρησιμοποιείται στα πολεμικά πλοία για τη μεταφορά φορτίων ή ανθρώπων, όταν δεν είναι δυνατή η πρόσδεση των καραβιών στην αποβάθρα. Οι ά. κρεμιούνται με ειδικά ανυψωτικά μηχανήματα περιμετρικά,… …   Dictionary of Greek

  • άκατος — η μεγάλη βάρκα εμπορικού ή πολεμικού πλοίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τορπιλ(λ)άκατος — η, Ν (στρ. ναυτ.) μικρό και ταχύτατο πολεμικό σκάφος οπλισμένο με τορπίλες και βαρέα πολυβόλα ή αντιαεροπορικά πυροβόλα μικρού διαμετρήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τορπίλ(λ)η + άκατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Επιθεώρησις] …   Dictionary of Greek

  • ἀκάτω — ἄκατος light vessel masc/fem nom/voc/acc dual ἄκατος light vessel masc/fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκάτοιο — ἄκατος light vessel masc/fem gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκάτοις — ἄκατος light vessel masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκάτοισι — ἄκατος light vessel masc/fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκάτοισιν — ἄκατος light vessel masc/fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκάτου — ἄκατος light vessel masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκάτους — ἄκατος light vessel masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”