ὄκχος

ὄκχος

ὄκχος, , dor. = ὄχος, Wagen, Pind. Ol. 6, 24.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • όκχος — ὄκχος, ὁ (Α) (δωρ. και ποιητ. τ.) βλ. όχος …   Dictionary of Greek

  • ὄκχος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄκχον — ὄκχος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όχος — ο (Α ὄχος, ποιητ. και δωρ. τ. ὄκχος) δίτροχο μικρό όχημα χωρίς πλευρά για τη μεταφορά βαρέων αντικειμένων αρχ. 1. στον πληθ. οἱ ὄχοι τα νεύρα τής υστέρας 2. πιθ. οχετός 3. φρ. α) «ἅρματος ὄχος» όχημα β) «ὄχος ταχυήρης» πλοίο γ) «τροχαλοὶ ὄχοι» οι …   Dictionary of Greek

  • νυκχάζω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «νύσσω». [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. εκφραστικού ενεστ. σε άζω τού ρ. νύσσω με δασύ σύμφωνο (πρβλ. ὀχέομαι / ὀχέω και ὀκχέω / ὄκχος), πρβλ. και νύγμα / νύχμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”