- ἄγχιμος
ἄγχιμος, nahe, Eur. fr. 188 u. B. A.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄγχιμος, nahe, Eur. fr. 188 u. B. A.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
άγχιμος — ἄγχιμος, ον (Α) [ἄγχι] αυτός που βρίσκεται κοντά, ο πλησίον … Dictionary of Greek
ἄγχιμος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγχιμον — ἄγχιμος masc/fem acc sg ἄγχιμος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ιμος — κατάλ. επιθέτων τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. μος που σχηματίστηκε με απόσπαση τού ι , από το α σύνθ. λέξεων (λ. χ. κυδι άνειρα > κύδ ιμος). Στη συνέχεια η κατάλ. επεκτάθηκε αναλογικά και σχημάτισε επίθετα σε ιμος, κατά κανόνα,… … Dictionary of Greek
άγχι — ἄγχι (Α) (ποιητ. τ. επιρρ.) 1. (για τόπο και χρόνο) κοντά, πλησίον 2. (για ομοιότητα) όπως, σαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχω. ΠΑΡ. ἄγχιμος, ἀγχιστήρ, ἄγχιστος, ἀγχοῦ. ΣΥΝΘ. ἀγχέμαχος αρχ. ἄγχαυρος, ἀγχήρης, ἀγχίαλος, ἀγχιβαθής, ἀγχιγείτων, ἀγχίγυος,… … Dictionary of Greek