ὄκταλλος

ὄκταλλος

ὄκταλλος, , nach Arcad. 54 böotisch = ὀφϑαλμός, man vermuthet ὄκκαλος. S. ὄκος, oculus.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • όκταλλος — ὄκταλλος, ὁ (Α) ο οφθαλμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. όπωπα] …   Dictionary of Greek

  • ὄκταλλος — eye masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκτάλλων — ὄκταλλος eye masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φοίβος — Το επικρατέστερο επίθετο του θεού Απόλλωνα. Σημαίνει τον φωτεινό και λαμπερό θεό. * * * ο / Φοῑβος, ΝΑ, και ως επίθ. φοῑβος, οίβη, ον, και φοιβός, ή, όν, Α 1. μυθ. προσωνυμία κυρίως τού Απόλλωνος ως θεού που αντιπροσώπευε την καθαρότητα, την… …   Dictionary of Greek

  • όπωπα — ὄπωπα (Α) παρακμ. β τού ορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μέλλ. τού ρήματος ὁρῶ, άω*, ὄψομαι, όπως και ο παθ. αόρ. ὤφθην, ο παθ. παρακμ. β ὦμμαι και ο ενεργ. παρακμ. β ὄπωπα (με αττικό αναδιπλασιασμό, πρβλ. ὄλωλα), ανάγονται σε ΙΕ ρίζα *okw (< *ә3ekw ) «βλέπω»… …   Dictionary of Greek

  • okʷ- , (*heĝʷh- ) —     okʷ , (*heĝʷh )     English meaning: to see; eye     Deutsche Übersetzung: ‘sehen”     Note: besides ok , see there     Note: Root okʷ : to see; eye derived from Root deik ̂ : to show” : Root dek ̂ 1 : “to take, *offer a sacrifice, observe a …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”