θεόκραντος — θεόκραντος, ον (Α) αυτός που εκτελέστηκε ή δημιουργήθηκε από τους θεούς («τὶ τῶν δ οὐ θεόκραντόν έστιν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κραντος (< κραίνω «πραγματοποιώ»), πρβλ. δημό κραντος, πολεμό κραντος] … Dictionary of Greek
μοιρόκραντος — μοιρόκραντος, ον (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που προσδιορίστηκε, που αποφασίστηκε από τη Μοίρα, μοιραίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῖρα + κραντος (< κραίνω «πραγματοποιώ»), πρβλ. θεό κραντος, πολεμό κραντος] … Dictionary of Greek
πολεμόκραντος — ον, Α αυτός που τερματίζει τον πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + κραντος (< κραίνω «κρίνω, τερματίζω»), πρβλ. δημό κραντος] … Dictionary of Greek
πυθόκραντος — ον, Α 1. αυτός που τελέστηκε ή βεβαιώθηκε από τον Πύθιο Απόλλωνα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πυθόκραντα οι πυθικοί χρησμοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πυθώ + κραντος (< κραίνω «εκτελώ, πραγματοποιώ»), πρβλ. μοιρό κραντος] … Dictionary of Greek
δημόκραντος — δημόκραντος, ον (Α) αυτός που επικυρώθηκε από τον λαό («δημοκράντου δ ἀρᾱς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + κραντος < κραίνω «φέρω κάτι σε πέρας, εκπληρώνω»] … Dictionary of Greek