ἄγρευμα — that which is taken in hunting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγρευμα — (I) ἄγρευμα, το (Α) [ἀγρεύω] 1. αυτό που πιάστηκε σε κυνήγι, θήραμα, λεία, λάφυρο 2. το μέσο με το οποίο θηρεύεται κάτι, κυνηγετικό δίχτυ. (II) ἄγρευμα, το (Α) [ἀγρός] στον πληθ. τὰ ἀγρεύματα ο αγρός που πρόσφατα ξεχερσώθηκε … Dictionary of Greek
ἄγρευμ' — ἄγρευμα , ἄγρευμα that which is taken in hunting neut nom/voc/acc sg ἄ̱γρευμαι , ἀγρεύω take by hunting perf ind mp 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρευμάτων — ἄγρευμα that which is taken in hunting neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρεύμασι — ἄγρευμα that which is taken in hunting neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρεύμασιν — ἄγρευμα that which is taken in hunting neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρεύματα — ἄγρευμα that which is taken in hunting neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρεύματι — ἄγρευμα that which is taken in hunting neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρεύματος — ἄγρευμα that which is taken in hunting neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγρεμα — το 1. το αγριέμα* 2. το άγρευμα*(Ι) … Dictionary of Greek
αγρεύω — (Α ἀγρεύω) νεοελλ. φρ. «αγρεύω την άγκυρα», τήν ανασύρω με τον γρίπο από τον βυθό τής θάλασσας, όπου έπεσε αφού αποσπάστηκε από την αλυσίδα τού πλοίου αρχ. 1. συλλαμβάνω σε κυνήγι ή ψάρεμα, πιάνω 2. επιζητώ, επιδιώκω 3. φρ. «ἀγρεύω τινὰ λόγῳ»,… … Dictionary of Greek