- ἄ-γραπτος
ἄ-γραπτος, ungeschrieben, ἄγραπτα νόμιμα, das ungeschriebene, innere Sittengesetz, Soph. Ant. 450.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄ-γραπτος, ungeschrieben, ἄγραπτα νόμιμα, das ungeschriebene, innere Sittengesetz, Soph. Ant. 450.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Γραπτός — painted masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραπτός — painted masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραπτός — και γραφτός, ή, ό (AM γραπτός, ή, όν) γραμμένος νεοελλ. Ι. το ουδ. ως ουσ. 1. το γραφτό ό,τι έχει γράψει ή ορίσει η μοίρα, το ριζικό, το πεπρωμένο 2. το γραπτό η κόλλα, το δοκίμιο τών γραπτών εξετάσεων II. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γραπτά 1. τα… … Dictionary of Greek
γραπτός — ή, ό 1. ο γραμμένος: Γραπτά μνημεία. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., γραπτά οι γραπτές εξετάσεις: Ο καθηγητής είχε πολλά γραπτά να διορθώσει. 3. ζωγραφισμένος, σκαλιστός: Στην ανασκαφή βρέθηκε μια γραπτή στήλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γραπτά — γραπτός painted neut nom/voc/acc pl γραπτά̱ , γραπτός painted fem nom/voc/acc dual γραπτά̱ , γραπτός painted fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραπτόν — γραπτός painted masc acc sg γραπτός painted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Феодор Грапт — (Γραπτός) святой, исповедник и защитник иконопочитания. Родился в Иерусалиме. Получив хорошее богословское образование, Ф. постригся в монахи и отправился в Константинополь для защиты иконопочитания перед византийским императором Львом V… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
γραπταῖς — γραπτός painted fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραπταί — γραπτός painted fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γραπτοῖο — Γραπτός painted masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραπτοῖο — γραπτός painted masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)