- περι-νηέω
περι-νηέω (s. νηέω), = περινήω; Her. 2, 107, im aor. περινηῆσαι, auch Qu. Sm. 3, 678. 7, 163.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-νηέω (s. νηέω), = περινήω; Her. 2, 107, im aor. περινηῆσαι, auch Qu. Sm. 3, 678. 7, 163.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νηέω — και δωρ. τ. ναέω (Α) (επκ. εκτετ. τ.) 1. επισωρεύω, στοιβάζω, σωριάζω («ἐπ αὐτῶν νήησαν ξύλα πολλά», Ομ. Οδ.) 2. (γενικά) συσσωρεύω 3. (και το μέσ.) φορτώνω, γεμίζω («νῆα ἅλις χρυσοῡ καὶ χαλκοῡ νηησάσθω», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η… … Dictionary of Greek
περινηήσαντες — περί νηέω heap aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περινηήσαντο — περί νηέω heap aor ind mid 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)