ὄνωνις

ὄνωνις

ὄνωνις, ιδος, ἡ, = ὄνοσμα, Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ονωνίς — η (Α ὀνωνίς, και ὄνωνις και ὄνωσις) βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, στην οικογένεια φαβίδες και έχει 70 περίπου είδη, από τα οποία 18 απαντούν αυτοφυή στην Ελλάδα και είναι γνωστά, τα… …   Dictionary of Greek

  • αιγίπυρος — αἰγίπυρος, ο (Α) ονομασία που έδινε ο Θεόφραστος πιθανώς στο είδος Ononis spinosa τού γένους Ονωνίς* …   Dictionary of Greek

  • πλάτωνις — Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε στην Παλαιστίνη. Η μνήμη της τιμάται στις 6 Απριλίου. * * * ώνιδος, ὁ, Α το πλατώνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το επίθ. πλατύς, αλλά ο σχηματισμός του είναι δυσερμήνευτος (πρβλ. όνωνις)] …   Dictionary of Greek

  • προκοχόρταρο — το, Ν φυτό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία ονωνίς η διάκανθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόκα «καρφί» + χορτάρι] …   Dictionary of Greek

  • φλονίτις — ίτιδος, ἡ, ΜΑ πιθ. άλλη ονομασία για τό φυτό ονωνίς ή όνοσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόνος, άλλος τ. τού φλόμος + κατάλ. ῖτις (πρβλ. μηκων ῖτις)] …   Dictionary of Greek

  • ονωνίδα — (ononis). Γένος φυτών της οικογένειας των παπιλιονιδών ή ψυχανθών (ονωνίς). Το γένος ο. αριθμεί περίπου 70 είδη, που ευδοκιμούν στην Ευρώπη, στη δυτική Ασία και στη βόρεια Αφρική. Πρόκειται για μονοετείς διετείς ή πολυετείς πόες ή θάμνους λείους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”