ἄμωτον, τό, Kastanienbaum, Ath. II. 54 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
άμωτον — ἄμωτον, το (Α) καρπός τής καστανιάς, κάστανο. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
ἄμωτον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄμωτα — ἄμωτον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)