- περι-βοάω
περι-βοάω (s. βοάω), rings umschreien, Lärm machen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-βοάω (s. βοάω), rings umschreien, Lärm machen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιεβόων — περϊεβόων , περί βοάω cry aloud imperf ind act 3rd pl περϊεβόων , περί βοάω cry aloud imperf ind act 1st sg περϊεβόων , περί βοόω change into an ox imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) περϊεβόων , περί βοόω change into an ox imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)