- ἄν-υλος
ἄν-υλος (ὕλη), 1) ohne Wald, ohne Holz, Theophr. – 2) ohne Materie, unkörperlich; Sp. auch ἄϋλος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄν-υλος (ὕλη), 1) ohne Wald, ohne Holz, Theophr. – 2) ohne Materie, unkörperlich; Sp. auch ἄϋλος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-υλ(λ)ος — κατάληξη τής Αρχαίας Ελληνικής, που αποτελεί επαυξημένη μορφή (με απόσπαση τού φωνήεντος υ από θ. με χαρακτήρα υ , πρβλ. δριμύς: δριμ ύ λος, ἡδύς: ἡδ ύ λος) τού επιθήματος λο (< ΙΕ * lο ), πρβλ. και τις κατάλ. ηλος*, ιλος (πρβλ. οργ ίλος, ποικ … Dictionary of Greek
σπόνδυλος — Δίθυρο μαλάκιο (spondilus gaedezopus) της οικογένειας των Σπονδυλιδών, της τάξης των ψευδοελασματοβραγχίων. Το όστρακό του έχει άνισες θυρίδες: η μεγαλύτερη, που προσκολλάται στο βυθό της θάλασσας, έχει μέγιστο άξονα μήκους 10 περίπου εκ. Η άλλη… … Dictionary of Greek
κόνδυλος — I (Ανατ.) Προεξοχή οστού, που αποτελεί μέρος μιας άρθρωσης και η οποία, με το κυλινδρικό σχήμα της, περιορίζει τις κινήσεις του οστού σε ένα ορισμένο επίπεδο. Οι κυριότεροι κ. είναι της κάτω γνάθου (σιαγόνας), του ινιακού οστού, του κάτω άκρου… … Dictionary of Greek
στρογγυλός — ή, ό / στρογγύλος, η, ον ΝΜΑ, και στρόγγυλος και στρογγύλος, η, ο, Ν 1. κυκλικός ή σφαιρικός («πότερον ἡ γῆ πλατεῑά ἐστιν ἤ στρογγύλη;», Πλάτ.) 2. (για λόγο ή για έκφραση) σαφής, απερίφραστος, συμπυκνωμένος (α. «στρογγυλά λόγια» λόγια σταράτα β.… … Dictionary of Greek
ιαμβύλος — ἰαμβύλος και ἰάμβηλος, ὁ (Α) λοιδορητικός, σκωπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίαμβος + κατάλ. υλος (πρβλ. στρογγ ύλος, στωμ ύλος)] … Dictionary of Greek
κάθυλος — κάθυλος, ον (Α) δενδρώδης, δασώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + υλος (< ὕλη «δάσος»), πρβλ. άν υλος, έν υλος] … Dictionary of Greek
κηρύλος — ο (Α κηρύλος και κειρύλος) μυθικό θαλάσσιο πτηνό τού είδους τής αλκυόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κηρ ύλος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η κατάλ. ύλος θεωρείται υποκοριστική. Το αρχικό θ. είναι είτε το κηα (πρβλ.) αρχ. ινδ. śāra «στικτός» και sărī (ονομασία… … Dictionary of Greek
ορδυλεύω — ὀρδυλεύω (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μοχθέω». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη λ. ὄρδ[η]μα «ἡ τολύπη τῶν ἐρίων» και έχει πιθ. προέλθει από ένα αμάρτυρο ουσ. *ὄρδ υλος / ύλη (πρβλ. δάκτ υλος, κόνδ υλος, κορδ ύλη). Για τη σημ. «μοχθώ» τού ρ. πρβλ. τολυπεύω… … Dictionary of Greek
στωμύλος — η, ο / στωμύλος, ον, ΝΜΑ, και στομύλος, θηλ. και ύλη Α 1. (για πρόσ.) ομιλητικός, λάλος, ευφραδής, εύγλωττος 2. (για λόγο) ευχάριστος, γλαφυρός αρχ. φλύαρος. επίρρ... στωμύλως ΝΜΑ κατά τρόπο που αρμόζει σε στωμύλο, με στωμυλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης… … Dictionary of Greek
φάγυλοι — Α (κατά τον Ησύχ.) «μαστοί, μάρσιπποι». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ τού αορ. β τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῖν) + επίθημα υλος (πρβλ. δάκτ υλος, σφόνδ υλος). Η λ. χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τους μαστούς, πιθ. λόγω τού ότι από αυτούς τρέφονται τα … Dictionary of Greek
Χρεμύλος — ὁ, Α (στον Αριστοφ.) κωμικό πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χρεμ τού χρεμ ετ ίζω* + επίθημα ύλος (πρβλ. Χρομ ύλος)] … Dictionary of Greek