- ὄξυνος
ὄξυνος, οἶνος, = ὀξίνης, Geop.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὄξυνος, οἶνος, = ὀξίνης, Geop.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
όξινος — και όξεινος, η, ο (ΑΜ ὄξινος, ίνη, ον, Μ αρσ. και ὄξυνος) αυτός που έχει τη γεύση τού όξους, τού ξιδιού, ο ξινός νεοελλ. 1. χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα οξέα ή έχει τις ιδιότητες τών οξέων (α. «όξινη αντίδραση» β. «όξινο άλας» γ. «όξινο … Dictionary of Greek