- ἄνυμι
ἄνυμι, = ἀνύω, κοὐπω τὰν μεσάταν ὁδὸν ἄνυμες Theocr. 7, 10; pass., ἤνυτο ἔργον, die Arbeit ward vollendet, Od. 5, 243; ἄνυτο χρόνος Theocr. 2, 92.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄνυμι, = ἀνύω, κοὐπω τὰν μεσάταν ὁδὸν ἄνυμες Theocr. 7, 10; pass., ἤνυτο ἔργον, die Arbeit ward vollendet, Od. 5, 243; ἄνυτο χρόνος Theocr. 2, 92.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ανύω — ἀνύω κ. ἀνύτω ή ἁνύτω κ. ἄνυμι (Α) 1. εκτελώ, φέρνω σ ένα τέλος, επιτελώ («ἤνυτο δ ἔργον», Όμηρος «οὐδὲν ἤνυε», Ηρόδοτος) 2. κατορθώνω κάτι, πετυχαίνω κάτι που με συμφέρει 3. τελειώνω, καταναλίσκω, εξαφανίζω («ἐπεὶ δή σε φλὸξ ἤνυσεν» αφού σ… … Dictionary of Greek
υπάνυμαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὑπανύσθαι ὑπουργεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἀνυμι / ἀνύω «εκτελώ»] … Dictionary of Greek
φθίνω — ΝΜΑ, και φθίω και κρητ. τ. τ. ψίνω Α 1. τείνω προς το τέλος, ελαττώνομαι συνεχώς, εκλείπω σταδιακά (α. «φθίνουσα πορεία» β. «φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. διέρχομαι το στάδιο τής παρακμής, παρακμάζω (α. «από τον 2ο μ.Χ. αιώνα η… … Dictionary of Greek