- ἄ-ξυστος
ἄ-ξυστος, ungeschabt, ungeglättet, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄ-ξυστος, ungeschabt, ungeglättet, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυστός — 1 shaved masc/fem nom sg ξυστός 2 walking place masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ξυστός — shaved masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυστός — Πάπας της Ρώμης. Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης και της Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αθήνα. Ήταν πολύ μορφωμένος και έγινε πάπας Ρώμης με το όνομα Σίξτος B’ (257 – 258). Αναφέρεται ότι μαρτύρησε στις 6 Αυγούστου επί Δεκίου (249 –… … Dictionary of Greek
ξυστός ή ξυστόν — Ο ισοπεδωμένος και καθαρισμένος από χόρτα και πέτρες χώρος που χρησίμευε στην αρχαία Ελλάδα για την άθληση των δρομέων. Με το πέρασμα του χρόνου, το ξ. και η παλαίστρα αποτέλεσαν τα δύο κύρια μέρη του πρωταρχικού γυμνάσιου, και τότε ο όρος ξ.… … Dictionary of Greek
ξυστοί — ξυστός 1 shaved masc/fem nom/voc pl ξυστός 2 walking place masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυστούς — ξυστός 1 shaved masc/fem acc pl ξυστός 2 walking place masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ξυστοῖς — Ξυστός shaved masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ξυστοῖσι — Ξυστός shaved masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ξυστοῖσιν — Ξυστός shaved masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ξυστοί — Ξυστός shaved masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ξυστοῦ — Ξυστός shaved masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)