ἄ-βυσσος

ἄ-βυσσος

ἄ-βυσσος, 1) grundlos, vom Wasser, Νείλου πηγαί Her. 2, 28; λίμνη Aristoph. Ran. 137; Ταρτάρου χάσματα Eur. Phoen. 1599; übertr., ἄτης πέλαγος Aesch. Suppl. 465; πέλαγος ἀβύσσων πραγμάτων Luc. Astrol. 15; unermeßlich, πλοῦτος Aesch. Spt 931; ὄψις Suppl. 1044; ἀργύριον Aristoph. Lys. 174. – 2) ἡ ἄβυσσος, N. T., der Abgrund, die Hölle.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βυσσός — depth of the sea masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βύσσος — flax fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βυσσός — Έτσι ονομάζεται το ινδικό λινάρι, λεπτό κιτρινωπό λινάρι από την Ινδία ή την Αίγυπτο, όπως επίσης και το ύφασμα που κατασκευάζεται από αυτό. Στην αρχαία Αίγυπτο, με ύφασμα β. τύλιγαν τις μούμιες. Στην Ελλάδα ο β. έγινε γνωστός από τους Φοίνικες.… …   Dictionary of Greek

  • βύσσος — Έτσι ονομάζεται το ινδικό λινάρι, λεπτό κιτρινωπό λινάρι από την Ινδία ή την Αίγυπτο, όπως επίσης και το ύφασμα που κατασκευάζεται από αυτό. Στην αρχαία Αίγυπτο, με ύφασμα β. τύλιγαν τις μούμιες. Στην Ελλάδα ο β. έγινε γνωστός από τους Φοίνικες.… …   Dictionary of Greek

  • βύσσω — βύσσος flax fem nom/voc/acc dual βύσσος flax fem gen sg (doric aeolic) βύζω to be frequent aor subj act 1st sg βύζω to be frequent aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βύττος — βύσσος , βύσσος flax fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βυσσοῖο — βυσσός depth of the sea masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βυσσοῦ — βυσσός depth of the sea masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βυσσῷ — βυσσός depth of the sea masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βυσσόν — βυσσός depth of the sea masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βύσσοιο — βύσσος flax fem gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”