- ἄντροθε
ἄντροθε, aus der Höhle her, Pind. P. 4, 102.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄντροθε, aus der Höhle her, Pind. P. 4, 102.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
άντροθε — ἄντροθε επίρρ. (Α) από άντρο … Dictionary of Greek
ἀντρόθε — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άντρο — το (Α ἄντρον) σπήλαιο που χρησιμεύει ως τόπος διαμονής ανθρώπων, ζώων ή νυμφών νεοελλ. μτφ. καταφύγιο ή ορμητήριο κακοποιών αρχ. εσωτερικός θάλαμος, δωμάτιο, αποθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. ταυτίζεται με το αρμ. ayr «σπηλιά». Το λατ. antrum αποτελεί… … Dictionary of Greek