ἄ-βρομα

ἄ-βρομα

ἄ-βρομα ἰχϑύδια, geruchlose F., bei Ath. VIII, 355 b, wo Dind. ἄβρωμα hat, w. m. s.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βρόμα — η 1. δυσοσμία, κακοσμία: Έρχεται μεγάλη βρόμα απ τον υπόνομο. 2. ακαθαρσία που αναδύει δυσοσμία: Ο τόπος γέμισε βρόμες. 3. μτφ., γυναίκα ανήθικη: Παρασύρθηκε από μια βρόμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βρόμα — η 1. κακοσμία, δυσωδία 2. ακαθαρσία 3. (για γυναίκα) ανήθικη, πόρνη 4. (για άντρα) αισχρός, ελεεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρομώ (Ι), με υποχωρητικό σχηματισμό ή < αρχ. βρώμα «δυσώδης φαγέδαινα του στόματος». Περισσότερα για την ετυμολογία και τη… …   Dictionary of Greek

  • βρομεύω — [βρόμα] 1. μυρίζω άσχημα 2. μολύνομαι, σαπίζω …   Dictionary of Greek

  • βρομιά — η [βρόμα] 1. βρόμα, ακαθαρσία 2. βρομερή, ανήθικη πράξη …   Dictionary of Greek

  • Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος …   Dictionary of Greek

  • αιρόπινον — αἰρόπινον, το (AM) αραιό κόσκινο που χρησιμεύει για τον αποχωρισμό τής αίρας από το σιτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πρόκειται μάλλον για σύνθετη λ. με α΄ συνθ. το ρ. αἴρω «σηκώνω» ή, κατ’ άλλους, το αἶρα (Ι) «η ήρα, ζιζάνιο τών σιτηρών»)… …   Dictionary of Greek

  • βρομερός — ή, ό 1. δύσοσμος 2. γεμάτος βρόμα, ακάθαρτος 3. ανήθικος, αχρείος …   Dictionary of Greek

  • βρομύλος — ο βρομερός, επιρρεπής σε βρόμικες πράξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρόμα + (παραγ. κατάλ.) ύλος, ενώ κατ άλλους σχηματίστηκε στους αρχαίους χρόνους αναλογικά προς τα επίθ. σε ύλος (πρβλ. δριμύλος, ηδύλος κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • βρώμος — (I) βρῶμος, ο (Α) [βιβρώσκω] το βρώμα, η τροφή. (II) βρῶμος, ο και βρόμος, ο (Α) κακοσμία, βρόμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βρόμος (II)] …   Dictionary of Greek

  • γλίτσιασμα — και γλίντζιασμα και γλίτζιασμα, το το λέρωμα, η βρόμα …   Dictionary of Greek

  • δυσοσμία — η (Α δυσοσμία και ίη και δυσοδμία) δυσάρεστη οσμή, κακοσμία, βρόμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”