βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… … Dictionary of Greek
βρότος — βρότος, ο (Α) πηχτό αίμα που χύθηκε από τραύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τύπος που απαντά στον ενικό αριθμό και μαρτυρείται κυρίως στον Όμηρο. Θεωρείται αιολ. τ. αντί του *βρατός (με αλλαγή στον φωνηεντισμό και στον τόνο, πρβλ. στρα τός, αιολ. στρο τός).… … Dictionary of Greek
βροτός — mortal man masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρότος — blood that has run from a wound masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτοῖν — βροτός mortal man masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτοῖς — βροτός mortal man masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτοῖσι — βροτός mortal man masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτοῖσιν — βροτός mortal man masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτούς — βροτός mortal man masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτέ — βροτός mortal man masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτῶν — βροτός mortal man masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)