ὄβρια

ὄβρια

ὄβρια, τά, die Jungen der Thiere, bes. der Löwen, VLL., Ael. H. A. 7, 47. – Bei Poll. 5, 15 auch ὀβρίαι.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὄβρια — neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όβρια — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 5 μ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νότια της Πάτρας, κοντά στα παράλια του Πατραϊκού κόλπου. * * * ὄβρια, τὰ (Α) βλ. οβρίκαλα …   Dictionary of Greek

  • Οβριά — Sp Ovrijà Ap Οβριά/Ovria L PV Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • ὀβρικάλοις — ὄβρια neut dat pl ὀβρίκαλα the young neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβρικάλοισι — ὄβρια neut dat pl (epic ionic aeolic) ὀβρίκαλα the young neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβρίκαλα — ὄβρια neut nom/voc/acc pl ὀβρίκαλα the young neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οβρίκαλα — ὀβρίκαλα και ποιητ. τ. ὄβρια, τὰ (Α) νεογνά ζώων, ιδίως άγριων («λεόντων πάντων τ ἀγρονόμων φιλομάστοις θηρῶν ὀβρικάλοισι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. οβρίκαλα μαρτυρείται στον Αισχύλο στη δοτ. τού πληθ. ὀβρικάλοισι (και ὀβρίχοισι) …   Dictionary of Greek

  • Autobahn 5 (Griechenland) — Vorlage:Infobox hochrangige Straße/Wartung/GR A Αυτοκινητόδρομος A5 in Griechenland …   Deutsch Wikipedia

  • GR-A9 — Autobahn 9 (Aftokinitodromos 9) Länge: 250 km …   Deutsch Wikipedia

  • Οβραίος — και Οβριός, ο, θηλ. Οβραία και Οβριά Εβραίος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. Οβραίος σχηματίστηκε από υπερίσχυση τού άρθρου ο: ο Εβραίος > Οβραίος (πρβλ. ο έμορφος > όμορφος). Ο τ. Οβριός < Οβραίος, με συνίζηση (πρβλ. ελαία > ελιά)] …   Dictionary of Greek

  • μολοβρός — μολοβρός, ὁ (Α) 1. (για επαίτη) αυτός που σπεύδει προς τη βορά, ακόρεστος στην τροφή, γαστρίμαργος, λαίμαργος 2. ως επίθ. μολοβρός, ή, όν αυτός που μόλις αυξάνεται, χαμηλός, ταπεινός («μολοβρὴ ῥίζα» ή «μολοβρὴ κεφαλή» η ρίζα, ή κεφαλή φυτού που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”