ὄμπνιος

ὄμπνιος

ὄμπνιος, zur Nahrung aus Feldfrüchten gehörig, diese betreffend; καρπὸς Δημήτερος, Eratosth. Cyren. (in der Anth.) 2, 16; καρποῠ βῶλος ὀμπνίου τροφός, Getreidefrucht, Moschio bei Stob. ecl. phys. p. 242; ὄμπνιον λειμῶνα wird in VLL. σῖτον καὶ τοὺς Δημητριακοὺς καρπούς erklärt; Ap. Rh. 4, 989 στάχυν ὄμπνιον ἀμήσασϑαι, wo der Schol. φερέσβιος erklärt u. bemerkt, daß Philetas dies Wort durch εὔχυλον u. τρόφιμον erklärt habe, wie Suid. ὄμπνιον ὕδωρ durch τρόφιμον wiedergiebt; Callim. tr. 183 nannte die Arbeit des Landmanns ὄμπνιον ἔργον; gew. Nahrung gebend, nährend, μήτηρ, alma mater, Herod. Attic. (App. 51, 56). – Uebh. wohlgenährt, reich, groß, νέφος, Soph. frg. 233, in VLL. ηὐξημένον erkl. Bei den Cyrenäern soll ein reicher und glücklicher Mensch so geheißen haben, Schol. Ap. Rh. 4, 989; κτῆσιν ἄλλην ὀμπνίαν κειμηλίων, Lycophr. 1264. – Ὀμπνία ist Beiname der Demeter, alma Ceres, als der Geberinn des ersten u. allgemeinsten menschlichen Nahrungsmittels, des Getreides, nach Drac. p. 20, 21, wie πότνια, mit kurzem α, u. Ὄμπνια zu schreiben, vgl. Spitzner vers. her. p. 30.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • όμπνιος — ὄμπνιος, α, ον (Α) [όμπνη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σίτο, ο προερχόμενος από σίτο (α. «Δηοῡς ἀνεῑναι μήποτ ὄμπνιον στάχυν», Λυκόφρ. β. «ὄμπνιον ἔργον» γεωργική εργασία, γεωργία, Καλλίμ.) 2. θρεπτικός 3. αυτός που έχει ανατραφεί καλά …   Dictionary of Greek

  • ὄμπνιος — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄμπνιον — ὄμπνιος of masc acc sg ὄμπνιος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμπνίου — ὄμπνιος of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμπνίῃ — ὄμπνιος of fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄμπνια — ὄμπνιος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμπνία — ὀμπνίᾱ , ὄμπνιος of fem nom/voc/acc dual ὀμπνίᾱ , ὄμπνιος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομπνιακός — ὀμπνιακός, ή, όν (Α) [όμπνη] όμπνιος* …   Dictionary of Greek

  • ομπνιόχειρ — ὀμπνιόχειρ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πλουσιόχειρ, πλούσιος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμπνιος «μεγάλος, πλούσιος» + χειρ (< χείρ, ός), πρβλ. μονό χειρ, πλουσιό χειρ] …   Dictionary of Greek

  • όμπνειος — ὄμπνειος, α, ον (Α) (εσφ. γρφ.) βλ. όμπνιος …   Dictionary of Greek

  • όπνιος — ὄπνιος, ον (Α) (εσφ. γρφ. αντί ὄμπνιος) 1. μεγάλος, αυξημένος, πλουσιοπάροχος, πολύς (α. «ὄπνιος χείρ» πλούσιο, πλουσιοπάροχο χέρι β. «ὄπνιον νέφος» μεγάλο, ογκώδες νέφος) 2. (κατά τον Φώτ.) α) «ὄπνιος λειμών ὁ σῑτος καὶ οἱ δημητριακοὶ καρποί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”