- ἄμ-πωσις
ἄμ-πωσις, ἡ (ἀναπίνω), dgl. ἀνάπωσις, das Austrinken, die Edbe ίἀνάπωσις ὕδατος περιοδικήἱ. Gew. ἄμπωτις, ιδος, ion. ιος ίἀμπώτεως Polyb. 1, 39. 20, 5, 7; ἀμπώτεσι, dat. plur., Arr. Ind. 21), Her. 7, 188. 8, 129 u. Folg.
http://www.zeno.org/Pape-1880.